παραλληλίζομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παραλληλίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος παραλληλίζω < παράλληλος
Ρήμα επεξεργασία
παραλληλίζομαι
- με συγκρίνουν με κάποιους, εξισώνουν, παρομοιάζουν τις ενέργειές μου ή την προσωπικότητά μου με κάποιων άλλων