παραλλάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπαραλλάζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος παραλλάζω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παραλλάζομαι | παραλλαζόμουν(α) | θα παραλλάζομαι | να παραλλάζομαι | ||
β' ενικ. | παραλλάζεσαι | παραλλαζόσουν(α) | θα παραλλάζεσαι | να παραλλάζεσαι | (παραλλάζου) | |
γ' ενικ. | παραλλάζεται | παραλλαζόταν(ε) | θα παραλλάζεται | να παραλλάζεται | ||
α' πληθ. | παραλλαζόμαστε | παραλλαζόμαστε παραλλαζόμασταν |
θα παραλλαζόμαστε | να παραλλαζόμαστε | ||
β' πληθ. | παραλλάζεστε | παραλλαζόσαστε παραλλαζόσασταν |
θα παραλλάζεστε | να παραλλάζεστε | (παραλλάζεστε) | |
γ' πληθ. | παραλλάζονται | παραλλάζονταν παραλλαζόντουσαν |
θα παραλλάζονται | να παραλλάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παραλλάχτηκα | θα παραλλαχτώ | να παραλλαχτώ | παραλλαχτεί | ||
β' ενικ. | παραλλάχτηκες | θα παραλλαχτείς | να παραλλαχτείς | παραλλάξου | ||
γ' ενικ. | παραλλάχτηκε | θα παραλλαχτεί | να παραλλαχτεί | |||
α' πληθ. | παραλλαχτήκαμε | θα παραλλαχτούμε | να παραλλαχτούμε | |||
β' πληθ. | παραλλαχτήκατε | θα παραλλαχτείτε | να παραλλαχτείτε | παραλλαχτείτε | ||
γ' πληθ. | παραλλάχτηκαν παραλλαχτήκαν(ε) |
θα παραλλαχτούν(ε) | να παραλλαχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω παραλλαχτεί | είχα παραλλαχτεί | θα έχω παραλλαχτεί | να έχω παραλλαχτεί | παραλλαγμένος | |
β' ενικ. | έχεις παραλλαχτεί | είχες παραλλαχτεί | θα έχεις παραλλαχτεί | να έχεις παραλλαχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει παραλλαχτεί | είχε παραλλαχτεί | θα έχει παραλλαχτεί | να έχει παραλλαχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε παραλλαχτεί | είχαμε παραλλαχτεί | θα έχουμε παραλλαχτεί | να έχουμε παραλλαχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε παραλλαχτεί | είχατε παραλλαχτεί | θα έχετε παραλλαχτεί | να έχετε παραλλαχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν παραλλαχτεί | είχαν παραλλαχτεί | θα έχουν παραλλαχτεί | να έχουν παραλλαχτεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία παραλλάζομαι
|