παραληφθείτε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπαραληφθείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παραλαμβάνομαι
- θα παραληφθείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παραλαμβάνομαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος παραλαμβάνομαι