παρακοιμηθεί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
παρακοιμηθεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος παρακοιμάμαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παρακοιμάμαι
- θα παρακοιμηθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παρακοιμάμαι