παραιτηθείς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
παραιτηθείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παραιτούμαι
- θα παραιτηθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παραιτούμαι
παραιτηθείς