παραδώσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
παραδώσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παραδίδω
- θα παραδώσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παραδίδω
παραδώσουν