Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραδουλεύω < παρα- + δουλεύω

  Ρήμα επεξεργασία

παραδουλεύω

  1. δουλεύω υπερβολικά
  2. προσφέρω τις υπηρεσίες μου ως παραδουλεύτρα

  Μεταφράσεις επεξεργασία