Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παραγερνώ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
παραγερνώ
<
παρα-
+
γερνώ
Ρήμα
επεξεργασία
παραγερνώ
γίνομαι πολύ
γέρος
, με συνέπεια τη μεγάλη σωματική ή και πνευματική φθορά
Άλλες μορφές
επεξεργασία
παραγεράζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παραγερνώ
γαλλικά
:
décrépir
(fr)