παραγγείλεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
παραγγείλεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παραγγέλλω
- θα παραγγείλεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παραγγέλλω
παραγγείλεις