παρέμβει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
παρέμβει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος παρεμβαίνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παρεμβαίνω
- θα παρέμβει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παρεμβαίνω