παράχωσις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παράχωσις (μαρτυρείται από το 1891) [1] < παραχώ(νω) / αρχαία ελληνική παραχώννυμι) + -σις
Ουσιαστικό επεξεργασία
παράχωσις, -εως θηλυκό
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ. 781, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου