Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

παπαριάσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος παπαριάζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παπαριάζω
  3. θα παπαριάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παπαριάζω