παπαριάζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παπαριάζω < παπάρα
Ρήμα επεξεργασία
παπαριάζω
- (αμετάβατο) γίνομαι υγρός και μαλακός όπως η παπάρα στη σαλάτα
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παπαριάζω
|
παπαριάζω
|