Ετυμολογία

επεξεργασία
παπαριάζω < παπάρα

παπαριάζω

  • (αμετάβατο) γίνομαι υγρός και μαλακός όπως η παπάρα στη σαλάτα


Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία