Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παπαριάζω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
Ετυμολογία
επεξεργασία
παπαριάζω
<
παπάρα
Ρήμα
επεξεργασία
παπαριάζω
(
αμετάβατο
) γίνομαι υγρός και μαλακός όπως η παπάρα στη σαλάτα
Συγγενικά
επεξεργασία
παπάρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παπαριάζω