Δείτε επίσης: παντρευτῇς, Παντρευτής

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

παντρευτείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κ.λπ.) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παντρεύομαι
  2. θα παντρευτείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παντρεύομαι

Άλλες γραφές

επεξεργασία