Δείτε επίσης: Παντελεήμων

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παντελεήμων < παντ- (από το θέμα της αντωυνυμίας πας-πάσα-παν) + ελεήμων

  Επίθετο επεξεργασία

παντελεήμων αρσενικό ή θηλυκό

  • αυτός/ή που ελεεί (ελεημονεί) τους πάντες. Συνηθίζεται στο αρσενικό γένος και σπανίως στο θηλυκό. Συχνά χρησιμοποιείται με τη θρησκευτική έννοια αποκλειστικά ως ουσιαστικοποιημένο επίθετο.
ο παντελεήμων ιερέας πέθανε τελικά πάμφτωχος
το άπειρο έλεος του παντοδύναμου και παντελεήμονος Θεού