Ετυμολογία

επεξεργασία
παντατίφ < άμεσο δάνειο από τη γαλλική pendentif

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παντατίφ ουδέτερο, άκλιτο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία