Ετυμολογία

επεξεργασία
πανοικεί < πᾶν + οἶκ(ος) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίρρημα

επεξεργασία

πανοικεί

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • και καθαρεύουσα
    ※  Μετ' ολίγας δε ημέρας, τυχόντες πλοίον διά τον κόλπον του Ναυπλίου, απεχαιρετήσαμεν την φιλόξενον νήσον και ανεχωρήσαμεν πανοικεί. (Δημήτριος Βικέλας, Λουκής Λάρας)