Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

πανικοβληθούν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πανικοβάλλομαι
  2. θα πανικοβληθούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πανικοβάλλομαι