Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

πανικοβληθεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πανικοβάλλομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πανικοβάλλομαι
  3. θα πανικοβληθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πανικοβάλλομαι