πανικοβάλουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
πανικοβάλουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πανικοβάλλω
- θα πανικοβάλουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πανικοβάλλω