πανηγυρικώς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πανηγυρικώς < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πανηγυρικῶς < αρχαία ελληνική πανηγυρικός. Συγχρονικά αναλύεται σε πανηγυρικ(ός) + -ώς.
Επίρρημα επεξεργασία
πανηγυρικώς
Πηγές επεξεργασία
- πανηγυρικός (& πανηγυρικά, -ώς) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- πανηγυρικς (& πανηγυρικά, -ώς) - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)