Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παλαιοπωλεῖον < παλαιο- + -πωλεῖον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παλαιοπωλεῖον ουδέτερο