πακτωθείτε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
πακτωθείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πακτώνομαι
- θα πακτωθείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πακτώνομαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος πακτώνομαι