Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

παιχνιδίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος παιχνιδίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παιχνιδίζω
  3. θα παιχνιδίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παιχνιδίζω