Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

παιδιάρισε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος παιδιαρίζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος παιδιαρίζω