Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παιάνισε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
παιάνισε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
παιανίζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
παιανίζω