Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

παιάνισε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος παιανίζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος παιανίζω