Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

παθιαστεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος παθιάζομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παθιάζομαι
  3. θα παθιαστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παθιάζομαι