Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

παζάρεψε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος παζαρεύω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος παζαρεύω