Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παγκρεατῖτις < → δείτε τη λέξη παγκρεατίτιδα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παγκρεατῖτις θηλυκό