παγκρεατίτιδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παγκρεατίτιδα < (καθαρεύουσα) παγκρεατῖτις λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pancréatite[1] < αρχαία ελληνική παγκρεατ- >
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαγκρεατίτιδα θηλυκό,
- (ιατρική): φλεγμονή του παγκρέατος, όργανο το οποίο βρίσκεται στο πάνω μέρος της κοιλιάς πίσω από το στομάχι.
Μεταφράσεις
επεξεργασία παγκρεατίτιδα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ παγκρεατίτιδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας