Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παγκουί < αλβανική pagoj[1] < paguaj (πληρώνω)

  Επίρρημα επεξεργασία

παγκουί

  • (αργκό) μετρητά
    ※  Αυτά που έκαναν για τον Γιουσούφ πληρώνονταν αμέσως παγκουί ([2] Στοκχόλμη, Jens Lapidus, Εκδόσεις Μεταίχμιο)

Συνώνυμα επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Γεωγραφική Kατανομή των Aλβανικών-Aρβανίτικων Στοιχείων στα Nεοελληνικά Iδιώματα, Δωρης Κ. Κυριαζής (ΑΠΘ), σελ. 169 [1]

  Μεταφράσεις επεξεργασία