παγιωθείτε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
παγιωθείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παγιώνομαι
- θα παγιωθείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παγιώνομαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος παγιώνομαι