Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

παγιδέψετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παγιδεύω
  2. θα παγιδέψετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παγιδεύω