παγιδέψετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
παγιδέψετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παγιδεύω
- θα παγιδέψετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παγιδεύω
παγιδέψετε