παίζουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
παίζουν
- γ' πληθυντικό οριστικής ενεστώτα του ρήματος παίζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής ενεστώτα του ρήματος παίζω
- θα παίζουν: γ' πληθυντικό οριστικής εξακολουθητικού μέλλοντα του ρήματος παίζω