πίλολα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πίλολα < (άμεσο δάνειο) ιταλική pillola
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπίλολα θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.