πίαρ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πίαρ < αρχαία ελληνική πῖαρ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπίαρ ουδέτερο
- (αρχαιοπρεπές) λιπαρή κρεμώδης ουσία
- (Ανδρέας Εμπειρίκος, Ο Μέγας Ανατολικός, τ. Αʹ, σελ. 269)
Μεταφράσεις
επεξεργασία πίαρ
|