Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

πέμψεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πέμπω
  2. θα πέμψεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πέμπω