Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

πέμψει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πέμπω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πέμπω
  3. θα πέμψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πέμπω