Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

πάταξε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος πατάσσω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος πατάσσω