Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

οἴκοσε < οἶκος + -σε

  Επίρρημα επεξεργασία

οἴκοσε (ελληνιστική κοινή)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία