Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οφθαλμίατρων
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασία
οφθαλμίατρων
αρσενικό
γενική
πληθυντικού
του
οφθαλμίατρος
άλλες μορφές:
οφθαλμιάτρων
(
αρσενικό ή θηλυκό
)