Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ουρλιάξω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ουρλιάζω
  2. θα ουρλιάξω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ουρλιάζω