Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ουρλιάξει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ουρλιάζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ουρλιάζω
  3. θα ουρλιάξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ουρλιάζω