ουδέ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ουδέ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική οὐδέ
Σύνδεσμος επεξεργασία
ουδέ Συμπλεκτικός σύνδεσμος
Μεταφράσεις επεξεργασία
ουδέ
→ δείτε τη λέξη ούτε |
Δείτε επίσης : οὐδέ |
ουδέ Συμπλεκτικός σύνδεσμος
→ δείτε τη λέξη ούτε |