Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

οσφρανθείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος οσφραίνομαι
  2. θα οσφρανθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος οσφραίνομαι