οσημέραι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οσημέραι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὁσημέραι < ὅσαι ἡμέραι
Επίρρημα
επεξεργασίαοσημέραι
Μεταφράσεις
επεξεργασία οσημέραι
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)