Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ορφανέψει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ορφανεύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ορφανεύω
  3. θα ορφανέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ορφανεύω