ορρωδήσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ορρωδήσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ορρωδώ
- θα ορρωδήσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ορρωδώ
ορρωδήσουμε