Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ορμηνέψω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ορμηνεύω
  2. θα ορμηνέψω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ορμηνεύω