ορμηνέψετε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαορμηνέψετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ορμηνεύω
- θα ορμηνέψετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ορμηνεύω
ορμηνέψετε